- στριπτίζ
- και στριπτήζ, το, Νάκλ.1. επίδειξη σε νυχτερινό κέντρο κατά την οποία η ερμηνεύτρια γδύνεται τελείως αργά αργά και με χορευτικές κινήσεις2. μτφ. αποκάλυψη, ξεσκέπασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. strip-tease < strip «γδύνομαι» + tease «πειράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.